- νταλαβέρι
- τοβλ. νταραβέρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νταραβέρι — και νταλαβέρι, το 1. εμπορική συναλλαγή, δοσοληψία 2. συν. στον πληθ. διαπροσωπικές σχέσεις, σχέσεις οικειότητας μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων («τά κόψαμε τα νταραβέρια») 3. διαπληκτισμός, φασαρία, καβγάς, τσακωμός («δεν πληρώνει το νοίκι… … Dictionary of Greek
νταραβερτζής — και νταλαβερτζής, ο 1. αυτός που έχει εμπορικές συναλλαγές, που έχει δοσοληψίες με κάποιον 2. πολυπράγμων, αυτός που αναμιγνύεται σε διάφορες υποθέσεις κυνηγώντας το κέρδος 3. αυτός που τού αρέσει να προκαλεί φασαρία, εριστικός, καβγατζής.… … Dictionary of Greek
νταραβέρι — νταραβέρι, το και νταλαβέρι, το (λ. τουρκ.) 1. εμπορική δοσοληψία, συναλλαγή, παζάρι, αγοραπωλησία: Στην αγορά έγινε καλό νταραβέρι. 2. μτφ., σχέση οικειότητας, διαφορά, συζήτηση: Να πέφτεις συ να ρχετ αυτός να γίνεται λιγάκι νταραβέρι (Σουρής) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)